- ουλομελής
- οὐλομελής, -ές (Α)βλ. ολομελής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οὐλομελής — sound of limb masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐλομελῆ — οὐλομελής sound of limb neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) οὐλομελής sound of limb masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) οὐλομελής sound of limb masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐλομελές — οὐλομελής sound of limb masc/fem voc sg οὐλομελής sound of limb neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολομελής — ές (ΑΜ ὁλομελής, ές, Α ιων. τ. οὐλομελής, ές) αυτός που έχει ακέραια όλα τα μέλη του, αρτιμελής, πλήρης (για συνεδριάζον σώμα) αυτός τού οποίου όλα τα μέλη είναι παρόντα μσν. ο γεμάτος μελωδία, μελωδικότητα αρχ. ομοιόμορφος. επίρρ... ολομελώς (Μ… … Dictionary of Greek